Εξαρτήσεις και Αυτοβοήθεια, Κοινωνία και Ψυχική Υγεία, τ.5, Οκτώβριος 2007
Η κατάχρηση των ΑΑ
Επηρεασμένοι από όσους ευαγγελίζονται τη θεραπεία για το αλκοόλ, τα δικαστήρια, οι εργοδότες και οι γονείς αναγκάζουν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε προγράμματα 12 βημάτων με την παραμικρή αφορμή.*
Archie Brodsky**
Stanton Peele***
Μία ομάδα από υψηλά ιστάμενους αντιπροσώπους της Σοβιετικής Ένωσης επισκέφτηκε πρόσφατα το Quincy της Μασσαχουσσέτης, για να μάθει πώς αντιμετωπίζει ο δικαστής της περιοχής Albert L. Kramer τους μεθυσμένους οδηγούς. Ο Kramer, στις περιπτώσεις που για πρώτη φορά κάποιος συλλαμβάνεται για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ (driving-while-intoxicated, DWI), του επιβάλλει την ποινή να ενταχθεί στο Right Turn, ένα ιδιωτικό πρόγραμμα θεραπείας για τον αλκοολισμό, το οποίο απαιτεί από τους συμμετέχοντες να παραβρίσκονται στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών. Οι επισκέπτες από τη Σοβιετική Ένωση αγκάλιασαν με ενθουσιασμό το πρόγραμμα του Kramer, το οποίο είναι επίσης το αγαπημένο των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης.
Κάποιος θα σκεφτόταν ότι οι Σοβιετικοί είναι πρωτοπόροι στις καταναγκαστικές θεραπείες, δεδομένου ότι έχουν ιστορία στο να φυλακίζουν πολιτικούς αντιρρησίες κολλώντας τους ψεύτικες ψυχιατρικές ταμπέλες. Κατά την άποψή τους όμως, η προσέγγιση του Kramer είναι πρωτοποριακή: Η θεραπεία των ΑΑ αποτελεί μία διαδικασία πνευματικής μεταστροφής, που προϋποθέτει υποταγή σε μία «ανώτερη δύναμη» (γνωστή και ως Θεός). Υιοθετώντας μία υποχρεωτική θεραπεία Α.Α., οι Σοβιετικοί, από μία πολιτική που επέβαλλε τον αθεϊσμό θα στρέφονταν σε μία πολιτική που θα επέβαλλε τη θρησκευτική προσήλωση.
Η θεραπεία του αλκοολισμού είναι σήμερα η συνηθισμένη τιμωρία για τους DWI παραβάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την Constance Weisner, της Ερευνητικής Ομάδας για το Αλκοόλ (Alcohol Research Group), του Berkeley. «Στην πραγματικότητα πολλές πολιτείες έχουν μεταφέρει αρκετή από την ευθύνη για την αντιμετώπιση των παραβάσεων DWI στα προγράμματα θεραπείας για το αλκοόλ», γράφει. Το 1984, 2.551 δημόσια και ιδιωτικά προγράμματα θεραπείας στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέφεραν ότι παρείχαν DWI υπηρεσίες σε 864.000 άτομα. Το 1987, οι 50 πολιτείες αφιέρωσαν 39% των θεραπευτικών τους μονάδων σε υπηρεσίες DWI. Κάποιες πολιτείες συνεχίζουν να προάγουν με γοργούς ρυθμούς αυτές τις θεραπείες: Από το 1986 ως το 1988, το Connecticut ανέφερε ότι αύξησε κατά 400% τον αριθμό των DWI που παραπέμφθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα.
Αυτή η αντιμετώπιση της οδήγησης υπό την επήρεια μέθης αποτελεί μέρος της ευρέως διαδεδομένης αμερικανικής πρακτικής να υποχρεώνει ή να πιέζει τους ανθρώπους να μπαίνουν σε θεραπείες τύπου Α.Α. Τα δικαστήρια μέσω της επιβολής ποινών, επιτηρήσεων και αναστολών, η κυβέρνηση μέσω της χορήγησης αδειών, αλλά και οι υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας, τα διάφορα ιδρύματα (π.χ., σχολεία) και οι εργοδότες πιέζουν περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους το χρόνο να συμμετάσχουν σε θεραπεία. Η χρήση του εξαναγκασμού και της πίεσης για να γεμίσουν τα θεραπευτικά προγράμματα έχει μεταβάλλει την ίδια την προσέγγιση των Η.Π.Α στην κατάχρηση ουσιών: Το μοντέλο των Α.Α., που χρησιμοποιεί μία πνευματική προσέγγιση, για να θεραπεύσει τη «νόσο» του αλκοολισμού, δε θα μπορούσε να έχει τόσο έντονη απήχηση υπό συνθήκες ελεύθερης επιλογής.
Επιπλέον, το να συνταγογραφεί κανείς μία θεραπεία, αντί να επιβάλλει μια συνηθισμένη ποινή, όπως η κοινωνική ή η απλή εργασία, αντιπροσωπεύει μία εθνική αναθεώρηση των παραδοσιακών πεποιθήσεων περί ατομικής ευθύνης. Όταν καλούνται να απολογηθούν για τη συμπεριφορά τους, ο εγκληματίας, ο παραβατικός έφηβος, ο «ψευτοάρρωστος» υπάλληλος και ο προσβλητικός προϊστάμενος, υπάρχει διέξοδος: «Το αλκοόλ (ή τα ναρκωτικά) με έκαναν να συμπεριφερθώ έτσι». Ωστόσο, μέσω της αποδοχής της παραπλανητικής ερμηνείας ότι η κατάχρηση ουσιών προκαλεί αντικοινωνική συμπεριφορά παραχωρείται στην πολιτεία το δικαίωμα παρείσφρησης στις ζωές των ανθρώπων. Όταν αποποιούμαστε την ευθύνη, χάνουμε και την ελευθερία μας.
Δείτε ορισμένους από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι καταλήγουν σε θεραπεία:
- Μία μεγάλη αεροπορική εταιρία διέταξε έναν πιλότο της να ξεκινήσει θεραπεία, αφότου ένας συνάδελφός του ανέφερε ότι ο πιλότος είχε συλληφθεί δύο φορές για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης πριν από μία δεκαετία. Για να μη χάσει τη δουλειά του και την άδεια της FAA (Federal Aviation Administration, Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας), ο πιλότος έπρεπε να συνεχίζει τη θεραπεία επ' άπειρον, παρά τον άσπιλο εργασιακό του φάκελο, την απουσία συμβάντων σχετικών με το αλκοόλ κατά τη διάρκεια της δουλειάς, την απουσία προβλημάτων με αλκοόλ ή συλλήψεων DWI για χρόνια και την ανεξάρτητη διάγνωση ενός κλινικού ότι ο πιλότος ήταν καθαρός από ουσίες.
- Η Helen Terry, δημοτική υπάλληλος στο Vancouver της Ουάσιγκτον, εξορίστηκε από τη δουλειά της αφού κατέθεσε υπέρ ενός συναδέλφου της σε μία αγωγή για σεξουαλική παρενόχληση. Η Terry δεν έπινε ποτέ παραπάνω από ένα ποτηράκι κρασί το βράδι. Ωστόσο, βασισμένοι σε μία μη-επιβεβαιωμένη πληροφορία ότι εκείνη είχε παραπιεί σε μία κοινωνική εκδήλωση, οι προϊστάμενοί της ζήτησαν από εκείνη να παραδεχθεί ότι ήταν αλκοολική και να μπει σε ένα θεραπευτικό κέντρο, με την απειλή της απόλυσης. Το δικαστήριο την αποζημίωσε με περισσότερα από $200.000, όταν εκείνη μήνυσε το δήμο για παράνομη απόλυση και για παράβλεψη των νόμιμων διαδικασιών που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα.
- Ένας άντρας που ήθελε να υιοθετήσει παιδί, παραδέχθηκε ότι είχε κάνει βαριά χρήση ναρκωτικών μία δεκαετία πριν. Από τότε που υπέβαλλε τη διάγνωση που του ζητήθηκε, του κόλλησαν την ταμπέλα του «εξαρτημένου από χημικές ουσίες», κι ας μην είχε χρησιμοποιήσει ναρκωτικά για χρόνια. Περιμένοντας ακόμα την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την υιοθεσία, τώρα ανησυχεί ότι το στίγμα της «χημικής εξάρτησης» θα τον ακολουθεί για το υπόλοιπο της ζωής του.
- Οι πολιτείες συχνά απαιτούν από γιατρούς και δικηγόρους που αντιμετωπίζουν σχετικά προβλήματα να ξεκινήσουν θεραπεία, για να μην ανακληθούν οι άδειές τους. Ένας εκπαιδευμένος σύμβουλος εξαρτήσεων από την Commission on Impaired Attorneys (Επιτροπή για τους Δικηγόρους που αντιμετωπίζουν Προβλήματα) της American Bar Association (Αμερικανική Νομική Εταιρία), αναφέρει: «Κάνω μία αξιολόγηση και λέω στους ανθρώπους τι μπορούν να κάνουν για να γίνουν καλά. Μέρος αυτού αποτελούν και οι Α.Α. Πρέπει να συμμετάσχουν στους Α.Α».
Οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί δεν σχετίζονταν πάντα με την αναγκαστική συμμετοχή. Ξεκίνησαν το 1935 ως εθελοντικός σύλλογος, αποτελούμενος από έναν μικρό αριθμό χρόνιων αλκοολικών. Οι ρίζες τους ανάγονται στο κίνημα της εγκράτειας του 19ου αιώνα, όπως φαίνεται και από τον εξομολογητικό τους χαρακτήρα και από το πνεύμα αμαρτία-και-σωτηρία, που τους διακατέχει. Οι Α.Α. και το κίνημα της νοσολογικής αντίληψης της εξάρτησης, που εμπνεύστηκε από αυτούς, μεταμόρφωσαν τον αμερικανικό ευαγγελισμό σε μία ιατρική αντίληψη για τον κόσμο.
Όντας κατά της ιατρικής στο ξεκίνημά τους, τα μέλη των Α.Α. συχνά έδιναν έμφαση στην αδυναμία των γιατρών να αναγνωρίσουν τον αλκοολισμό. Η εκδότρια Marty Mann, από τα πρώτα μέλη των Α.Α., σκέφτηκε σωστά ότι αυτό ήταν μία αυτοπεριοριστική στρατηγική. Η ίδια, το 1944 οργάνωσε τη National Committee for Education on Alcoholism (Εθνική Επιτροπή για την Εκπαίδευση στον Αλκοολισμό), γνωστή τώρα ως National Council on Alcoholism and Drug Dependence (Εθνικό Συμβούλιο για τον Αλκοολισμό και την Εξάρτηση από Ναρκωτικά), προκειμένου να αποτελέσει το τμήμα δημοσίων σχέσεων του κινήματος, στρατολογώντας γιατρούς και επιστήμονες που ήταν τοποθετημένοι σε καλές θέσεις, για να προάγουν το νοσολογικό μοντέλο του αλκοολισμού. Χωρίς αυτή τη συνεργασία της ιατρικής, οι Α.Α. δεν θα είχαν απολαύσει αυτή τη συνεχιζόμενη επιτυχία, που τους ξεχώρισε από τις άλλες ομάδες εγκράτειας που είχαν προηγηθεί.
Οι Α.Α. έχουν τώρα ενσωματωθεί στο κυρίαρχο πολιτιστικό και οικονομικό ρεύμα. Πράγματι, πολλοί θεωρούν τη φιλοσοφία των 12 βημάτων των Α.Α. ως θεραπεία, όχι μόνο για τον αλκοολισμό, αλλά για μία σωρεία άλλων προβλημάτων. Προγράμματα 12 βημάτων αναπτύχθηκαν για τους εξαρτημένους από ναρκωτικά [Narcotics Anonymous, (Ναρκομανείς Ανώνυμοι)], για συγγενείς αλκοολικών (Al-anon), για παιδιά αλκοολικών (Alateen) και για ανθρώπους με κυριολεκτικά εκατοντάδες άλλα προβλήματα [Gamblers Anonymous (Ανώνυμοι Τζογαδόροι), Sexaholics Anonymous (Σεξομανείς Ανώνυμοι), Shopaholics Anonymous (Ανώνυμοι Υπερκαταναλωτές)]. Πολλές από αυτές τις ομάδες και τις «ασθένειες» συνδέονται με τη σειρά τους με συμβουλευτικά προγράμματα, ορισμένα από τα οποία εδρεύουν σε νοσοκομεία.
Το ιατρικό κατεστημένο έχει πια αναγνωρίσει τα οικονομικά και τα άλλα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το λαϊκό κίνημα των Α.Α, όπως άλλωστε και πολλοί υπό ανάρρωση αλκοολικοί. Τα μέλη των Α.Α., συχνά κάνουν καριέρα ως σύμβουλοι καθώς αναρρώνουν. Έπειτα, αυτοί και τα θεραπευτικά τους κέντρα αποκομίζουν οφέλη από τη χρηματική ενίσχυση εκ μέρους τρίτων ενδιαφερόμενων. Σε μία πρόσφατη μελέτη, σε 15 θεραπευτικά προγράμματα σε όλη τη χώρα, η ερευνήτρια Marie-Bourbine-Twohig βρήκε ότι όλα τα κέντρα (90% από τα οποία ήταν κέντρα διαμονής) εφάρμοζαν τη φιλοσοφία των 12 βημάτων και ότι τα 2/3 των συμβούλων σε αυτές τις υπηρεσίες ήταν αλκοολικοί και χρήστες υπό ανάρρωση.
Η αρχική βιβλιογραφία των Α.Α. τόνιζε ότι τα μέλη μπορούσαν να επιτύχουν την ανάρρωση μόνο αν ήταν «κινητοποιημένα από μία ειλικρινή επιθυμία». Όσο η θεσμική τους βάση διευρυνόταν, οι Α.Α. και η νοσολογική προσέγγιση άρχισαν να λειτουργούν επιθετικά. Αυτή η τάση για προσηλυτισμό, που εδράζει στις θρησκευτικές ρίζες του κινήματος, νομιμοποιήθηκε από τη σύνδεσή του με την ιατρική. Αν ο αλκοολισμός είναι ασθένεια, τότε πρέπει να θεραπεύεται --όπως η πνευμονία. Αντίθετα με όσους έχουν πνευμονία, ωστόσο, πολλοί από αυτούς που έχουν χαρακτηριστεί αλκοολικοί δε θεωρούν τους εαυτούς τους άρρωστους, ούτε θέλουν να λάβουν θεραπεία. Σύμφωνα με τη βιομηχανία της θεραπείας, ένας άνθρωπος με πρόβλημα αλκοολισμού ή χρήσης ναρκωτικών, που δεν αναγνωρίζει τη φύση αυτού του προβλήματος ως ασθένεια, χρησιμοποιεί τον μηχανισμό της «άρνησης».
Στην πραγματικότητα, η άρνηση ενός προβλήματος με το αλκοόλ --ή της διάγνωσης μίας ασθένειας και της αντιμετώπισής της μέσω των Α.Α.-- έχει καταλήξει να είναι προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της νόσου. Όμως, το να χρησιμοποιείται αδιακρίτως η ταμπέλα της άρνησης συσκοτίζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χρηστών αλκοόλ. Παρόλο που οι άνθρωποι μερικές φορές πράγματι αποτυγχάνουν να εντοπίσουν και να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα των προβλημάτων τους, ένα πρόβλημα με το αλκοόλ δεν αποδεικνύει αυτόματα ότι ο άνθρωπος είναι χρόνιος αλκοολικός. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνθρωποι ωριμάζοντας ξεπερνούν την υπερβολική, ανεύθυνη χρήση.
Η νοσολογική προσέγγιση χρησιμοποιεί την ιδέα της άρνησης, όχι μόνο για να εξαναγκάσει τους ανθρώπους σε θεραπεία, αλλά και για να δικαιολογήσει τη συναισθηματική κακοποίηση μέσα σε αυτή. Τα προγράμματα για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνήθως βασίζονται στην αντιπαραθετική θεραπεία (όπως αυτή που παρουσιάζεται στην ταινία «Clean and Sober»), κατά την οποία οι σύμβουλοι και οι ομάδες χλευάζουν τους συμμετέχοντες για τις αποτυχίες τους και την απροθυμία τους να αποδεχτούν τις συστάσεις του προγράμματος. Οι περισσότεροι από τους διάσημους που αποφοιτούν από τέτοια προγράμματα, είτε λόγω πηγαίας πίστης σε αυτά είτε λόγω δικαστικής απόφασης, αναφέρουν ότι έζησαν σκληρές αλλά θετικές εμπειρίες.
Τα σχόλια όμως μίας σημαντικής μειοψηφίας είναι αποκαλυπτικά. Ο ηθοποιός Chevy Chase, για παράδειγμα, άσκησε κριτική για το Κέντρο Betty Ford, στο Playboy και σε διάφορες τηλεοπτικές εμφανίσεις του, μετά την παραμονή του εκεί το 1986. «Αποκαλούσαμε τη θεραπεία 'το απόσπασμα του Θεού'», λέει ο ίδιος. «Σε κάνουν να πιστέψεις ότι είσαι στο κατώφλι του θανάτου...ότι τα θαλάσσωσες με όλους, ότι είσαι ένα τίποτα και ότι πρέπει να αρχίσεις να ξαναχτίζεις τον εαυτό σου μέσω της εμπιστοσύνης σου στο Θεό...Δε με ενδιέφεραν οι τακτικές εκφοβισμού που χρησιμοποιούνταν εκεί. Δεν τις έβρισκα σωστές».
Σ' ένα άρθρο του 1987 των New York Times, ο παίχτης των New York Mets, Dwight Gooden, περιέγραψε την κατήχηση της ομάδας στο Κέντρο Smithers στη Νέα Υόρκη, όπου τον είχαν στείλει για κατάχρηση κοκαΐνης. Ο Gooden, που χρησιμοποίησε κοκαΐνη σε διάφορα πάρτι που γίνονταν εκτός αγωνιστικής περιόδου, δέχθηκε πίεση με συνοδεία απειλών από τους υπόλοιπους διαμένοντες στο κέντρο. «Οι ιστορίες μου δεν ήταν τόσο καλές [όσο οι δικές τους]...Έλεγαν: 'Έλα τώρα ρε φίλε, ψέματα λες'. Δε με πίστευαν...Έκλαιγα για πολλή ώρα πριν κοιμηθώ το βράδυ».
Για κάθε Dwight Gooden και Chevy Chase, υπάρχουν χιλιάδες, λιγότερο διάσημοι, άνθρωποι που έζησαν πικρές εμπειρίες αφότου μπήκαν σε θεραπεία. Η Marie R., για παράδειγμα, είναι μία ισορροπημένη, παντρεμένη γυναίκα που έχει περάσει τα πενήντα. Ένα βράδυ οδηγούσε ενώ είχε πιει πάνω από το νόμιμο όριο και υποβλήθηκε σε αλκοτέστ από την αστυνομία. Όπως οι περισσότεροι μεθυσμένοι οδηγοί, η Marie δεν πληρούσε τα κριτήρια για αλκοολισμό, τα οποία περιλαμβάνουν συχνή απώλεια ελέγχου. (Μία έρευνα από τους Kaye Fillmore και Dennis Kelso του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια βρήκε ότι οι περισσότεροι από αυτούς που συλλαμβάνονται για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης είναι ικανοί να περιορίσουν την πόση αλκοόλ).
Η Marie παραδέχθηκε ότι της άξιζε να της επιβληθεί ποινή. Ωστόσο, έμεινε έκπληκτη όταν έμαθε ότι θα της αφαιρούσαν την άδεια οδήγησης για ένα χρόνο. Αν και υπήρξε όντως ανεύθυνη, η απροσεξία της δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο η απερισκεψία ενός DWI ατόμου, του οποίου η οδήγηση θα έθετε ξεκάθαρα σε κίνδυνο τους άλλους ανθρώπους. Τέτοιες δυσανάλογες ποινές πιέζουν τους πάντες εκτός από τους πιο ξεροκέφαλους οδηγούς DWI να διαλέξουν τη θεραπεία αντί της άλλης ποινής. Bέβαια, αυτός μπορεί να είναι κι ο σκοπός της επιβολής τους. Όπως οι περισσότεροι παραβάτες, η Marie βρήκε προτιμότερη τη θεραπεία, ακόμη κι αν έπρεπε να πληρώσει $500 γι' αυτή.
Η θεραπεία της Marie συνίστατο σε εβδομαδιαίες συνεδρίες και επιπλέον εβδομαδιαίες συναντήσεις με τους Α.Α., για πάνω από τέσσερις μήνες. Αντίθετα με τις αρχικές της προσδοκίες, θεώρησε αυτή την εμπειρία «ένα δεινό που με αποστράγγισε σωματικά και συναισθηματικά περισσότερο από κάθε άλλο». Στις συναντήσεις των Α.Α., η Marie άκουγε ατέλειωτες ιστορίες πόνου και ταπείνωσης, ιστορίες γεμάτες εκφράσεις όπως «βυθίστηκα στην κόλαση» και «έπεσα στα γόνατα και προσευχήθηκα σε μία ανώτερη δύναμη». Για την Marie, οι Α.Α. έμοιαζαν με τις συναντήσεις αναζωπύρωσης του θρησκευτικού ζήλου των φονταμενταλιστών.
Στο συμβουλευτικό πρόγραμμα που παρείχε η πολιτεία, μέσω ενός ιδιώτη - κατόχου της σχετικής άδειας- η Marie έλαβε την ίδια κατήχηση και συναντήθηκε με συμβούλους, των οποίων το μόνο προσόν ήταν η συμμετοχή τους στους ΑΑ. Αυτοί οι πραγματικοί πιστοί είπαν σε όλους τους DWI ότι είχαν τη μόνιμη «ασθένεια» του αλκοολισμού, για την οποία η μοναδική θεραπεία ήταν η ισόβια αποχή και η συμμετοχή στους Α.Α. --κι όλα αυτά για μία σύλληψη για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης!
Για να κρατιέται το ψευδοευλαβές και ευαγγελικού χαρακτήρα πνεύμα του προγράμματος, κάθε ένσταση στις απαιτήσεις του αντιμετωπιζόταν ως «άρνηση». Οι διδαχές του προγράμματος είχαν προεκτάσεις και στην προσωπική ζωή της Marie: Της είπαν να απέχει από οτιδήποτε αλκοολούχο κατά τη διάρκεια της «θεραπείας», μία απαγόρευση που επιβαλλόταν με την απειλή της ανάλυσης ούρων. Καθώς η Marie έβλεπε ολόκληρη τη ζωή της να ελέγχεται από το πρόγραμμα, συμπέρανε ότι «η εξουσία που επιχειρούν αυτοί οι άνθρωποι να ασκήσουν είναι για να αντισταθμίσει την έλλειψη δύναμης μέσα τους».
Τα χρήματα ήταν ένα συνηθισμένο θέμα στις συνεδρίες και οι σύμβουλοι συνεχώς θύμιζαν στα μέλη των ομάδων να είναι συνεπείς στις πληρωμές τους. Ωστόσο, η πολιτεία κάλυπτε το κόστος για όσους αποδείκνυαν ότι δε μπορούσαν να πληρώσουν αυτά τα 500 δολάρια. Εντωμεταξύ, εκείνα τα μέλη της ομάδας που είχαν σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα έψαχναν μάταια για κάποια αποτελεσματική επαγγελματική συμβουλευτική. Ένα βράδυ, μία γυναίκα είπε ότι ένιωθε αυτοκτονική. Ο σύμβουλος της ομάδας την καθοδήγησε: «Προσευχήσου σε μία ανώτερη δύναμη». Η γυναίκα συνέχισε να σέρνεται από συνάντηση σε συνάντηση, χωρίς κάποια εμφανή βελτίωση.
Η Marie και οι υπόλοιποι, αντί να λάβουν πραγματική συμβουλευτική, πιέστηκαν να συμμετάσχουν σ' ένα θρησκευτικό τελετουργικό. Η Marie προβληματίστηκε πολύ σχετικά με «τις ηθικές, τις δεοντολογικές και τις νομικές διαστάσεις του να υποχρεώνει κανείς τους ανθρώπους να αποδεχτούν ένα δόγμα, το οποίο βρίσκουν προσβλητικό». Καθώς στην αρχή είχε μία αόριστη μόνο ιδέα για το τι είναι οι Α.Α., έμεινε κατάπληκτη όταν ανακάλυψε ότι οι λέξεις «Θεός» και «ανώτερη δύναμη» αναφέρονται στα μισά από τα 12 βήματα των Α.Α. Για τη Marie, το τρίτο βήμα τα έλεγε όλα: «Πήραμε την απόφαση να παραδώσουμε τη βούλησή μας και τις ζωές μας στη φροντίδα του Θεού». Όπως και πολλούς άλλους, τη Marie δεν την ανακούφισε καθόλου το γεγονός ότι επρόκειτο για «τον Θεό όπως τον καταλαβαίνουμε».
Γράφει στο ημερολόγιό της: «Συνέχεια υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι έτσι είναι η Αμερική. Μου φαίνεται παράλογο το γεγονός ότι το ποινικό σύστημα δικαιοσύνης έχει τη δύναμη να υποχρεώσει τους Αμερικανούς πολίτες να αποδεχθούν ιδέες που είναι γι' αυτούς απορριπτέες. Μοιάζει σα να είμαι πολίτης σε κάποιο ολοκληρωτικό καθεστώς και να τιμωρούμαι ως πολιτικός αντιρρησίας».
Όπως δείχνει η ιστορία της Marie, οι δικαστικές αποφάσεις που παραπέμπουν τους παραβάτες DWI σε τέτοια προγράμματα αποτελούν για τους επιχειρηματίες στο χώρο της θεραπείας πηγή εισοδήματος, που προέρχεται από τις ασφαλιστικές εταιρίες και από τη πολιτεία. Ο διευθυντής ενός θεραπευτικού προγράμματος λέει: «σχεδόν 80% από τους πελάτες μου έρχονται με δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία αναστολής σύστασης του κατηγορητηρίου. Πολλοί από αυτούς απλώς εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να αποφύγουν να πληρώσουν τα ασφάλιστρα, να μη αμαυρώσου το μητρώο τους ως οδηγοί, κ.λπ., και δεν έχουν καμία πρόθεση να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους».
Οι παραβάτες DWI αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των παραπομπών που στέλνουν τα ποινικά δικαστήρια, ωστόσο και σε περιπτώσεις άλλων αδικημάτων απαιτείται από τους κατηγορούμενους να ξεκινήσουν θεραπεία για κατάχρηση ουσιών. Στο Connecticut, το 1988, το 1/4 όσων βρίσκονταν υπό αστυνομική επιτήρηση αντιμετώπιζαν δικαστική εντολή εισαγωγής σε θεραπεία για το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά. Τα ποινικά συστήματα προτιμούν να αντιμετωπίζουν με θεραπεία τον τεράστιο αριθμό των κατηγορουμένων για ναρκωτικά, ως μία εναλλακτική λύση αντί ποινής, αλλά και ως μία συνθήκη αποφυλάκισης υπό όρους. Η προσέλευση των πελατών όλο και αυξάνεται: οι αρχές των φυλακών της Νέας Υόρκης εκτιμούν ότι τα 3/4 όλων των κρατουμένων στην πολιτεία έχουν κάνει κατάχρηση ναρκωτικών.
Οι έφηβοι είναι άλλη μία πλούσια πηγή πελατών που έρχονται για θεραπεία.[1] Τα γυμνάσια/λύκεια και τα πανεπιστήμια συχνά κατευθύνουν τους μαθητές/φοιτητές τους στους Α.Α., πολλές φορές με βάση μεμονωμένα περιστατικά μέθης. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εφηβεία, καθώς και όσοι είναι από 20 έως 30 ετών, αποτελούν το τμήμα των Α.Α. που μεγαλώνει πιο ραγδαία από κάθε άλλο. Ο εγκλεισμός των νέων σε ιδιωτικά ιδρύματα ψυχικής υγείας --κυρίως για κατάχρηση ουσιών-- αυξήθηκε κατά 450% κατά τη δεκαετία του 1980. Οι έφηβοι σχεδόν πάντα εισέρχονται στη θεραπεία ακούσια, είτε με δικαστική εντολή είτε επειδή τους ασκήθηκε πίεση (στους ίδιους ή στους γονείς τους) από το σχολείο ή από άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Στη θεραπεία περνούν από προγράμματα «σκληρής αγάπης», που απογυμνώνουν τα παιδιά από τις ταυτότητες που είχαν πριν τη θεραπεία, μέσω τεχνικών που συχνά αγγίζουν τη φυσική κακοποίηση.
Στο «The Great Drug War», ο Arnold Trebach αναφέρει τη συγκλονιστική περίπτωση του 19χρονου Fred Collins, που το 1982 αναγκάστηκε από τους γονείς του και από το προσωπικό του οργανισμού να ξεκινήσει θεραπεία ως εσωτερικός ασθενής στο Straight Inc., κοντά στο St. Petersburg της Florida. Οι γονείς του Collins και των άλλων διαμενόντων στο κέντρο, συνεργάστηκαν με το Straight ώστε να τον κρατήσουν υπό περιορισμό για 135 μέρες. Απομονωμένος από τον έξω κόσμο, υποβλήθηκε σε 24ωρη επιτήρηση, σε στέρηση ύπνου και φαγητού (έχασε 25 κιλά) και σε συνεχή εκφοβισμό και παρενόχληση.
Ο Collins τελικά δραπέτευσε από ένα παράθυρο και, ύστερα από μήνες κατά τους οποίους κρυβόταν από τους γονείς του, αναζήτησε νομική στήριξη. Στο δικαστήριο, το Straight δεν αμφισβήτησε τις περιγραφές του Collins, αλλά ισχυρίστηκε ότι η θεραπευτική αυτή αντιμετώπιση ήταν δικαιολογημένη, επειδή ο Collins ήταν χημικά εξαρτημένος. Ο Collins, που ήταν ένας μαθητής άνω του μετρίου, κατέθεσε μία ψυχιατρική έκθεση που βεβαίωνε ότι κάπνιζε μόνο μαριχουάνα και ότι έπινε μπύρα περιστασιακά. Οι ένορκοι ψήφισαν υπέρ του Collins, ο οποίος έλαβε αποζημίωση $220.000, κυρίως για ηθική βλάβη. Παρ' όλα αυτά, το Straight ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι το θεραπευτικό του πρόγραμμα είχε ψεγάδια και η Nancy Reagan συνέχισε να υπερασπίζεται πιστά τον οργανισμό. Στο μεταξύ, οι εκπομπές του ABC «Primetime Live» και «20/20» κατέγραψαν παρόμοιες πρακτικές κακομεταχείρισης και σε άλλα ιδιωτικά προγράμματα θεραπείας.
Μία άλλη μεγάλη ομάδα πελατών είναι όσοι παραπέμπονται από προγράμματα βοήθειας για εργαζόμενους (EAP - Εmployee Αssistance Programs]). Αν και οι εργαζόμενοι αναζητούν βοήθεια για ποικίλα προβλήματα, τα EAP επικεντρώνονται κυρίως στην κατάχρηση ουσιών. Συνήθως, την πρωτοβουλία για τη θεραπεία την παίρνει το EAP και όχι ο εργαζόμενος, ο οποίος τελικά υποχρεώνεται να υποβληθεί σε θεραπεία, για να μη χάσει τη δουλειά του. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από 10.000 EAP στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα περισσότερα από τα οποία δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία, ενώ ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται. Ως τα μέσα της δεκαετίας του '80, η πλειοψηφία των εταιριών που απασχολούσαν πάνω από 750 υπαλλήλους είχαν EAP.
Τα EAP συχνά χρησιμοποιούν τις λεγόμενες «παρεμβάσεις (interventions)», μία τεχνική που είναι πολύ δημοφιλής στη βιομηχανία της θεραπείας. Μία παρέμβαση συνίσταται στον αιφνιδιασμό του ατόμου με μία ορδή που αποτελείται από μέλη της οικογένειας, φίλους και συναδέλφους, οι οποίοι, κάτω από την επίβλεψη του θεραπευτικού προσωπικού, εξαναγκάζουν το άτομο να παραδεχθεί ότι είναι χημικά εξαρτημένο και ότι χρειάζεται θεραπεία. Οι παρεμβάσεις αυτές συχνά έχουν επικεφαλής συμβούλους που είναι οι ίδιοι αλκοολικοί υπό ανάρρωση. Και συνήθως η υπηρεσία που παραλαμβάνει τελικά για θεραπεία τον κατηγορούμενο χρήστη ουσιών είναι η ίδια που είχε βοηθήσει στην αρχική παρέμβαση.
«Οι παρεμβάσεις αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόοδο στη θεραπεία του αλκοολισμού από τότε που ιδρύθηκαν οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί», λέει ο διευθυντής ενός θεραπευτικού προγράμματος της Καλιφόρνια, το οποίο στηρίζεται σε τέτοιους πελάτες. Σε ένα άρθρο του 1990 στο Special Report on Health που έχει τίτλο «Drunk Until Proven Sober» («Μεθυσμένος Μέχρι να Αποδειχθείς Νηφάλιος»), ο δημοσιογράφος John Davidson πρόσφερε μία διαφορετική ερμηνεία: «Το φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτής της τεχνικής μοιάζει να είναι ότι ο καθένας --και ειδικά ένας υπό ανάρρωση αλκοολικός-- έχει το δικαίωμα να εισβάλει στην ιδιωτική ζωή του άλλου, αρκεί να προσπαθεί να βοηθήσει».
Παρ' ότι οι υπάλληλοι που υποβάλλονται σε αυτές τις παρεμβάσεις δεν υποχρεώνονται να το κάνουν, συχνά απειλούνται με απόλυση και οι εμπειρίες τους συχνά μοιάζουν με όσων είναι ποινικά εναγόμενοι και υποχρεώνονται να υποβληθούν σε θεραπεία. Οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν έτσι τους υπαλλήλους για τους οποίους υποψιάζονται ότι κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, κάνουν το ίδιο λάθος με τα δικαστήρια που χειρίζονται υποθέσεις που αφορούν την οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Και το πιο σημαντικό είναι ότι αποτυγχάνουν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες εργαζομένων, που θεωρούνται ύποπτοι για κατάχρηση ουσιών.
Όπως δείχνουν οι ιστορίες του Dwight Gooden και της Helen Terry, οι εργαζόμενοι μπορεί να θεωρηθούν από ένα EAP ως ύποπτοι για κατάχρηση, ακόμη κι αν η απόδοσή τους στη δουλειά είναι ικανοποιητική. Η δειγματοληπτική ανάλυση ούρων μπορεί να βρει κάποια ίχνη ναρκωτικού, μία διερεύνηση του φακέλου μπορεί να αποκαλύψει μία παλιά σύλληψη για οδήγηση υπό μέθη, ή ένας εχθρός μπορεί να υποβάλει μία ψεύτικη αναφορά. Επιπλέον, κάθε υπάλληλος που τα θαλασσώνει στη δουλειά του, δεν το κάνει λόγω ναρκωτικών ή αλκοόλ. Ακόμη δε κι όταν η απόδοση ενός υπαλλήλου είναι ελλιπής λόγω χρήσης αλκοόλ ή ναρκωτικών, αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται για έναν αλκοολικό ή ένα ναρκομανή. Τέλος, αυτοί οι υπάλληλοι που έχουν πράγματι σοβαρά προβλήματα μπορεί και να μην ωφεληθούν από την προσέγγιση των 12 βημάτων.
Παρά τις σκληροπυρηνικές τακτικές της, η συνηθισμένη θεραπεία για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά δε φαίνεται να δουλεύει πολύ καλά. Οι λίγες έρευνες που έχουν χρησιμοποιήσει τυχαία ανάθεση και κατάλληλες ομάδες ελέγχου δείχνουν ότι οι Α.Α. δεν έχουν καλύτερα αποτελέσματα, ίσως μάλιστα να έχουν χειρότερα, από την απουσία θεραπείας. Η αξία των Α.Α., όπως και κάθε άλλης πνευματικής αδελφότητας, έγκειται στις αντιλήψεις όσων διαλέγουν να συμμετάσχουν σε αυτές.
Φέτος, μία μελέτη δημοσιευμένη στο The New England Journal of Medicine ανέφερε για πρώτη φορά ότι οι εργαζόμενοι που έκαναν κατάχρηση ουσιών και στάλθηκαν σε προγράμματα ιδιωτικών νοσοκομείων είχαν λιγότερα προβλήματα με την κατοπινή χρήση αλκοόλ από αυτούς που διάλεξαν οι ίδιοι τη θεραπεία τους (το οποίο γενικώς σήμαινε είτε νοσοκομείο, είτε Α.Α.). Μία τρίτη ομάδα που στάλθηκε στους Α.Α. τα πήγε χειρότερα από όλες.
Ακόμη και στην ομάδα της κλινικής, μόνο 36% απείχε από το ποτό καθ' όλη τη διάρκεια των δύο ετών που ακολούθησαν τη θεραπεία (το αντίστοιχο ποσοστό για τους Α.Α. ήταν 16%). Ενώ η θεραπεία σε κλινική οδήγησε σε μεγαλύτερη αποχή, δεν υπήρξαν διαφορές στην παραγωγικότητα, στις απουσίες από τη δουλειά και σε άλλες μετρήσεις σχετικές με την εργασία, ανάμεσα στις δύο ομάδες. Με άλλα λόγια, ο εργοδότης που κάλυπτε τα έξοδα θεραπείας, στην ουσία δεν ωφελήθηκε παραπάνω από την ακριβότερη επιλογή.
Επιπρόσθετα, αυτή η μελέτη ασχολήθηκε με τα ιδιωτικά κέντρα θεραπείας, τα οποία εξυπηρετούν εκείνη την κατηγορία πελατών -ευκατάστατους, μορφωμένους, εργαζόμενους, με καλή οικογενειακή συνοχή-- οι οποίοι πολύ συχνά επανέρχονται από μόνοι τους. Τα αποτελέσματα για τις δημόσιες υπηρεσίες θεραπείας είναι ακόμη λιγότερο ενθαρρυντικά. Μία έρευνα σε εθνικό επίπεδο, του Research Triangle Institute της Νότιας Καρολίνα βρήκε στοιχεία που δείχνουν ότι η συντήρηση με μεθαδόνη και οι θεραπευτικές κοινότητες για τους εξαρτημένους από ναρκωτικά επιφέρουν βελτιώσεις, ωστόσο η είσοδος σε θεραπεία για κατάχρηση μαριχουάνας ή για τον αλκοολισμό δεν επιφέρει θετικές αλλαγές. Μία μελέτη του 1985 που δημοσιεύτηκε στο The New England Journal of Medicine ανέφερε ότι μόνο το 7% από τους ασθενείς μίας υποβαθμισμένης γειτονιάς της πόλης, που έλαβαν θεραπεία για αλκοολισμό επιβίωσαν και, όταν έγινε ο επανέλεγχος 7 χρόνια αργότερα, το πρόβλημά τους βρισκόταν σε ύφεση.
Όλες αυτές οι μελέτες έχουν το ελάττωμα ότι δεν συμπεριλαμβάνουν μία ομάδα ελέγχου, που δε λαμβάνει καμία θεραπεία. Τέτοιες συγκρίσεις έχουν γίνει κυρίως με πληθυσμούς DWI. Μία σειρά από τέτοιες μελέτες έδειξαν ότι, για τους μεθυσμένους οδηγούς, η θεραπεία ήταν λιγότερο δραστική απ' ότι οι δικαστικές κυρώσεις. Για παράδειγμα, μία μεγάλη έρευνα στην Καλιφόρνια σύγκρινε τέσσερις νομούς της πολιτείας στους οποίους οι μεθυσμένοι οδηγοί παραπέμπονταν σε προγράμματα αποκατάστασης για το αλκοόλ, με τέσσερις παρόμοιους νομούς, στους οποίους οι άδειες των μεθυσμένων οδηγών ακυρώνονταν ή αφαιρούνταν προσωρινά. Έπειτα από τέσσερα χρόνια, οι οδηγοί DWI των περιοχών -όπου επιβάλλονταν παραδοσιακές δικαστικές ποινές- είχαν καλύτερους φακέλους ως προς τη συμπεριφορά οδήγησης, από όσους ανήκαν στις περιοχές που βασίζονταν στα προγράμματα θεραπείας.
Για τους μη αλκοολικούς παραβάτες DWI, τα προγράμματα που διδάσκουν στους οδηγούς τις απαραίτητες δεξιότητες για να αποφεύγουν τις ριψοκίνδυνες καταστάσεις έχουν αποδειχθεί καλύτερα από τα συμβατικά εκπαιδευτικά προγράμματα των Α.Α. Πραγματικά, η έρευνα έχει δείξει ότι ακόμη και για τους σοβαρά αλκοολικούς οδηγούς, η διδασκαλία δεξιοτήτων που χρειάζονται στην καθημερινή ζωή είναι η πιο αποδοτική μορφή θεραπείας, περισσότερο μάλιστα από τις διαλέξεις περί της νόσου του αλκοολισμού. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει την επικοινωνία (ειδικά μεταξύ των μελών της οικογένειας), τις εργασιακές δεξιότητες και την ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς «χαλαρά» τις στρεσογόνες καταστάσεις, που συχνά οδηγούν στην υπερβολική πόση αλκοόλ.
Μία τέτοια εκπαίδευση αποτελεί ελάχιστη προϋπόθεση για τη σχετική θεραπεία, σχεδόν σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο. Δεδομένου ότι η θεραπεία που προέρχεται από το νοσολογικό μοντέλο έχει ήδη πολλά ψεγάδια, θα υπέθετε κανείς ότι τα προγράμματα των Η.Π.Α. θα ενδιαφέρονταν να διερευνήσουν τις εναλλακτικές θεραπείες. Αντίθετα, οι υπηρεσίες που παρέχουν θεραπεία, οι οποίες δε βλέπουν άλλες δυνατότητες πέρα από το νοσολογικό μοντέλο, εξακολουθούν να τις αντιμετωπίζουν αφοριστικά. Τον περασμένο χρόνο, το Institute of Medicine (Ινστιτούτο Ιατρικής) της αναγνωρισμένου κύρους National Academy of Sciences (Εθνική Ακαδημία Επιστημών), δημοσίευσε μία έκθεση που κάνει έκκληση να διευρυνθούν περισσότερο οι θεραπευτικές επιλογές, ώστε να ανταποκριθούν στην ποικιλία των ατομικών προτιμήσεων και των προβλημάτων με το αλκοόλ.
Με το να αποδεχόμαστε την ιδέα ότι οι άνθρωποι που έχουν προβλήματα με το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά (ή που ορίζονται από τους άλλους ως τέτοιοι) υποφέρουν από μία ασθένεια που μονίμως καταργεί την προσωπική τους κρίση, υπονομεύουμε το δικαίωμα των ανθρώπων να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους μόνοι τους, να απορρίψουν τις ταμπέλες που τους φαίνονται ανακριβείς ή εξευτελιστικές και να διαλέξουν μία μορφή θεραπείας στην οποία θα νιώθουν άνετα και για την οποία θα πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει για τους ίδιους. Την ίδια στιγμή, συντασσόμαστε με την κυβέρνηση που υποστηρίζει την κατήχηση στις ομάδες, τις αναγκαστικές εξομολογήσεις και τη μαζική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Ευτυχώς, τα δικαστήρια έχουν στηρίξει όσους αναζήτησαν προστασία από την υποχρεωτική θεραπεία. Ως σήμερα, σε κάθε δίκη που αφορούσε την υποχρεωτική συμμετοχή στους Α.Α. --στο Wisconsin, το Colorado, την Alaska και το Maryland-- τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι οι Α.Α. είναι το ανάλογο μίας θρησκείας, κατά το πνεύμα της Πρώτης Τροποποίησης.[2] Η δύναμη της πολιτείας περιορίζεται στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των ανθρώπων, όχι στον έλεγχο των σκέψεών τους.
Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Ellen Luff, της δικηγόρου της ACLU που υποστήριξε επιτυχώς την υπόθεση Maryland σε ένα εφετείο της πολιτείας, η πολιτεία δεν μπορεί «να εισβάλει περαιτέρω στο μυαλό ενός ανθρώπου που βρίσκεται υπό επιτήρηση, υποχρεώνοντάς τον σε διαρκή συμμετοχή σε προγράμματα που είναι σχεδιασμένα να αλλάξουν την πίστη του στο Θεό ή την ταυτότητά του». Είτε εμπλέκεται σε αυτό μία θεσμική θρησκεία είτε όχι, συμπεραίνει, «αν η πολιτεία αποτελέσει κομμάτι της προσπάθειας προώθησης μίας εμπειρίας προσηλυτισμού, τότε η Πρώτη Τροποποίηση θα έχει καταστρατηγηθεί».
Αποφάσεις σαν αυτή που εκδόθηκε το 1989 στη Maryland, δεν πτόησε τον διευθυντή του προγράμματος Right Turn της Μασσαχουσσέτης, στο οποίο στέλνονται παραπομπές κατόπιν δικαστικής εντολής, που δήλωσε ότι: «Η βασική αρχή που λέει ότι πρέπει να συμμετάσχουμε εκούσια στους Α.Α. είναι αμφισβητήσιμη, γιατί τα περισσότερα μέλη των Α.Α. που δεν προέρχονται από το Right Turn αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν λόγω άλλων πηγών πίεσης' κάποιος συγγενής τους ή ο εργοδότης τους, για παράδειγμα, τους έδωσε ένα τελευταίο τελεσίγραφο». Ακόμη κι αν παραβλέψουμε αυτό που υπονοείται, ότι δηλαδή ο μέσος μεθυσμένος οδηγός μοιάζει με τον αλκοολικό που πηγαίνει εκούσια στους Α.Α., η εξίσωση του εξαναγκασμού εκ μέρους της δικαιοσύνης με την κοινωνική ή την οικονομική πίεση, ακυρώνει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Μέσα στο σημερινό κλίμα της σύγχυσης και της διαφθοράς μέσα στη θεραπεία, της επιβολής του νόμου και της διαχείρισης του προσωπικού, προτείνουμε τις παρακάτω κατευθυντήριες γραμμές:
Τιμωρείστε την κακή συμπεριφορά άμεσα. Η κοινωνία πρέπει να θεωρεί τους ανθρώπους υπεύθυνους για τη διαγωγή τους και να επιβάλλει τις κατάλληλες ποινές για κάθε ανεύθυνη, καταστροφική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, οι μεθυσμένοι οδηγοί θα έπρεπε να καταδικάζονται, κατά τρόπο που να αναλογεί στο βαθμό σοβαρότητας της απρόσεχτης οδήγησής τους, άσχετα με το αν υπάρχει κάποια υποτιθέμενη «νοσηρή κατάσταση». Στο χαμηλότερο άκρο αυτών των DWI παραβάσεων (οριακή μέθη), οι ποινές είναι μάλλον υπερβολικά αυστηρές' στο άλλο, υψηλό άκρο (επανειλημμένες παραβάσεις, απρόσεκτη, επικίνδυνη για τους άλλους οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, ανθρωποκτονία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα), οι ποινές είναι πολύ επιεικείς. Οι ποινές πρέπει να προσαρμόζονται και να είναι ρεαλιστικές --για παράδειγμα, παρακράτηση της άδειας οδήγησης για ένα μήνα, όταν πρόκειται για κάποιον που συνελήφθη να οδηγεί μεθυσμένος για πρώτη φορά και δεν θα οδηγούσε απρόσεχτα σε άλλη περίπτωση-- εφόσον πραγματικά θα εφαρμόζονται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εργοδότες θα πρέπει να επιμένουν να κάνουν οι υπάλληλοι τη δουλειά τους σωστά. Όταν η απόδοση δεν είναι ικανοποιητική, για οποιοδήποτε λόγο, μάλλον θα ήταν σκόπιμο ο εργοδότης να προειδοποιήσει, να θέσει σε διαθεσιμότητα, να υποβιβάσει ή να απολύσει τον υπάλληλο, ανάλογα με το πόσο απέκλινε η απόδοσή του από το αναμενόμενο. Η θεραπεία είναι ένα ξέχωρο ζήτημα- σε πολλές περιπτώσεις --για παράδειγμα, όταν η μόνη ένδειξη για κατάχρηση ουσιών είναι ένας πονοκέφαλος το πρωί της Δευτέρας-- θα ήταν εντελώς άστοχη.
Προσφέρετε θεραπεία σε όσους αναζητούν βοήθεια, αλλά όχι ως εναλλακτική λύση έναντι του καταλογισμού ευθυνών. Η υποχρεωτική θεραπεία έχει αυτά τα τόσο φτωχά αποτελέσματα, εν μέρει επειδή οι παραβάτες συνήθως αποδέχονται τη θεραπεία για να αποφύγουν την τιμωρία. Τα δικαστήρια και οι εργοδότες θα πρέπει να προτείνουν τη θεραπεία σε αυτούς που αναζητούν βοήθεια για να απαγκιστρωθούν από καταστροφικές συνήθειες και όχι ως ένα τρόπο για να αποφεύγονται οι ποινές.
Προσφέρετε μία ποικιλία εναλλακτικών επιλογών θεραπείας. Η θεραπεία θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις αξίες του ατόμου. Για να έχει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα, οι άνθρωποι θα πρέπει να πιστεύουν σε αυτή και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για την επιτυχία της, εφόσον την έχουν επιλέξει. Οι Αμερικανοί θα πρέπει να έχουν πρόσβαση και σε μία ποικιλία θεραπειών που έχουν χρησιμοποιηθεί σε άλλες χώρες και έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές με βάση κλινικές έρευνες.
Δώστε έμφαση σε συγκεκριμένες συμπεριφορές και όχι σε καθολικές ταυτότητες. Η «άρνηση» είναι συχνά μία απόκριση στην απερίσκεπτη εμμονή ότι οι άνθρωποι πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι εθισμένοι, ή αλκοολικοί. Αυτή η αντίσταση μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της επικέντρωσης σε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, την οποία η πολιτεία νόμιμα ενδιαφέρεται να τροποποιήσει --για παράδειγμα, η οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Μία πρακτική προσέγγιση, προσανατολισμένη στο στόχο, που θα πραγματοποιείται με την εκπαίδευση στις δεξιότητες και τις απαιτήσεις της κατάστασης, έχει τις περισσότερες πιθανότητες να αλλάξει τη συμπεριφορά.
Δεν υπάρχει καλύτερη αφορμή κινητοποίησης ενός ατόμου προς κάποια αλλαγή, από το να υποστεί τις ποινές που επιβάλλονται στην αληθινή ζωή για την άσχημη συμπεριφορά. Πέρα από κάθε σύγκριση, η υποχρεωτική θεραπεία που στηρίζεται σ-- ένα θρησκευτικό μοντέλο είναι αξιοσημείωτα αναποτελεσματική. Και αποτελεί μία από τις πιο κατάφωρες και έντονες παραβιάσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων στις Η.Π.Α. σήμερα. Στο κάτω-κάτω, ακόμη κι οι θανατοποινίτες δολοφόνοι δεν υποχρεώνονται να προσευχηθούν πριν την εκτέλεσή τους.
* Το άρθρο, με αρχικό τίτλο "AA Abuse: Under the influence of alcohol-treatment evangelists, courts, employers, and parents are forcing people into 12-step programs for the slightest of reasons" περιλαμβάνεται στο Reason, November 1991, pp. 34-39. Μετάφραση: Κατερίνα Αγυιώτη, Επιμέλεια Μετάφρασης: Φοίβος Ζαφειρίδης.
** Department of Psychiatry, Harvard Medical School. E-mail: archie@tiac.net.
*** PhD, JD, Fellow, Drug Policy Alliance. E-mail: stanton@peele.net.
- βλ. «What's up to Doc», Reason, February 1991.
- Σημ.μτφρ.: Η Πρώτη Τροπολογία (First Amendment) του Αμερικανικού Συντάγματος τέθηκε σε ισχύ στα τέλη του 1791, μετά από απαίτηση των ίδιων των πολιτών, για να προστατεύσει τις βασικές τους ελευθερίες. Το κείμενο ορίζει ότι: «Το Κογκρέσο δεν θα εισάγει νόμο που θα αφορά στην αναγνώριση κάποιας θρησκείας ως επίσημης· ή θα απαγορεύσει την ελεύθερη άσκηση αυτής, ή θα περιορίζει την ελευθερία του λόγου, ή του τύπου, ή το δικαίωμα των ανθρώπων να συναθροίζονται ειρηνικά και να αιτούνται από την Κυβέρνηση να αποκαταστήσει την αδικία.», (http://www.firstamendmentcenter.org/about.aspx?item=about_firstamd).